Οδυσσέας Ελύτης
Στα γράμματα παρουσιάστηκε το 1935 καί ασχολήθηκε κυρίως με την ποίηση. Έγραψε όμως καί άρθρα, δοκίμια καί μελέτες, για γενικά φιλολογικά καί καλλιτεχνικά θέματα. Ανάμεσα σ'αυτά ξεχωριστή θέση έχει το δοκίμιο του για την προσωπικότητα του λαϊκού ζωγράφου της Λέσβου, Θεόφιλου.
Από το 1946 ως το 1948 συνεργάστηκε ως τεχνοκρίτης στην έφημ. «Καθημερινή» καί από το 1948 ως το 1952 έζησε στo Παρίσι. Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στη χώρα μας (1974) τοποθετήθηκε για μικρό διάστημα πρόεδρος του Δ.Σ. της Ε.Ρ.Τ. Έλαβε μέρος, ως εκπρόσωπος της Ελλάδας σε πολλά συνέδρια του εξωτερικού, σχετικά με θέματα τέχνης καί πολιτισμού. Τιμήθηκε το 1961 με το πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποιήσης για το ποιητικό του έργο «Aξιον Εστί». Από τη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου θεσσαλονίκης ανακηρύχτηκε το 1975 επίτιμος διδάκτορας της Σχολής, σε ένδειξη τιμής για το ποιητικό του έργο και την πνευματική του προσφορά.
Ο Οδυσσέας Ελύτης πρωτοπαρουσιάστηκε στην ποίηση με την ποιητική συλλογή «Προσανατολισμοί» το 1936, επανέκδοση το 1940. Στο πρώτο του ξεκίνημα ό ποιητής παρουσιάζεται υπερρεαλιστής, με όλο το φρεσκάρισμα στο στίχο, τίς νέες προοπτικές στην ποιητική σύλληψη, και τίς νέες αποχρώσεις στη σημασία των λέξεων. Ωστόσο, κατόρθωσε γρήγορα ν' απαλλαγεί από τα ελαττώματα καί τίς αδυναμίες της νέας αυτής σχολής καί να μας δώσει στα κατοπινά του ποιητικά έργα μια γνήσια ανεπιτήδευτη ποίηση, βαθύτατα λυρική, βασισμένη στα ζωντανά στοιχεία της ελληνικής παράδοσης όλων των εποχών, τονίζοντας περισσότερο τα στοιχεία της φυσιοκρατικής και ανθρωποκεντρικής παράδοσης.
H νησιώτικη καταγωγή του ποιητή καί οι βαθύτατοι ψυχικοί δεσμοί του μ' ένα χώρο γεμάτο μυστήριο και ομορφιά, θα γίνει το πλαίσιο των θεοτήτων πού θα ζωντανέψει ό ίδιος στα ποιήματα του: τη θάλασσα, τον ουρανό, τον ήλιο, τον έρωτα, τα βουνά, τα λουλούδια καί τους ανέμους. Ιδιαίτερα, ό ουρανός, ή θάλασσα, ό ήλιος καί ό έρωτας είναι τα κεντρικά στοιχεία πού θαυμάζονται και εξυμνούνται σε όλα τα ποιήματα του.
O Ελύτης δεν ήταν μόνο ένας παθιασμένος φυσιολάτρης, ήταν κι ένας πατριώτης ποιητής με τη βαθύτερη έννοια του όρου, πού υπηρετεί σταθερά τα εθνικά ιδανικά. Έφεδρος ανθυπολοχαγός στον πόλεμο του 1940-41, μας έδωσε το «Aσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», πού θα είναι πάντα ένα πατριωτικό σάλπισμα για την Ελευθερία- όχι μόνο την ελληνική μα την ελευθερία την πανανθρώπινη.
Eκτος από την ποίηση ό Ελύτης έγραψε αξιόλογες κριτικές σελίδες καί μετάφρασε με επιτυχία ξένα ποιήματα καί θεατρικά έργα. Πολλές ποιητικές συλλογές του επανεκδόθηκαν επανειλημμένα, καί πολλά ποιήματα του μελοποιήθηκαν καί είναι από τα αγαπημένα τραγούδια της νεολαίας. Πολλά ποιήματα του επίσης έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες.
To 1979 παίρνει το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας, μια δίκαιη τιμή και διεθνή αναγνώριση για τον ποιητή. Το 1987 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Ρώμης και του Πανεπιστημίου των Αθηνών. Ενώ το 1989 τιμήθηκε με το γαλλικό παράσημο του Ανώτατου Ταξιάρχη της Λεγεώνας της Τιμής.
Ποιήματα
Προσανατολισμοί (1940)
Ηλιος ο πρώτος, παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα (1943)
Ασμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας (1946)
Αξιον Εστί (1959)
Εξη και μία τύψεις για τον ουρανό (1960)
Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά (1971)
Ο Ηλιος ο Ηλιάτορας (1971)
Το Μονόγραμμα (1972)
Τα Ρω του Ερωτα (1973)
Τα Ετεροθαλή (1974)
Το Σηματολόγιο (1977)
Μαρία Νεφέλη (1978)
Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας (1982)
Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου (1984)
Ο μικρός ναυτίλος (1988)
Ελεγεία της Οξώπετρας (1991)
Δυτικά της λύπης (1995)
Δοκίμια, μεταφράσεις
H αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Ανδρέα Κάλβου - "Δοκίμιο" (1942)
Ανοιχτά Χαρτιά - "Συλλογή δοκιμίων" (1973)
Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο (1979)
Η Αποκάλυψη του Ιωάννου (1985)
Δημόσια και Ιδιωτικά (1990)
Ιδιωτική Οδός (1990)
Εν Λευκώ (1992)
Ο κήπος με τις αυταπάτες (1995)
Βραβεία
Πρώτο Κρατικό Βραβείο ποίησης "Αξιον Εστί" (1960)
Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας (1979)
Το ’ξιον Εστί
Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ήλιε νοητέ και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη λησμονάτε τη χωρά μου!
Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά στα ηφαίστεια κλήματα σειρά
και τα σπίτια πιο λευκά στου γλαυκού το γειτόνεμα!
Της Ασίας αν αγγίζει από τη μια της Ευρώπης λίγο αν ακουμπά
στον αιθέρα στέκι να και στη θάλασσα μονή της!
Και δεν είναι μήτε ξένου λογισμός και δικού της μήτε αγάπη μια
μόνο πένθος αχ παντού και το φως ανελέητο!
Τα πικρά μου χεριά με τον Κεραυνό τα γυρίζω πίσω απ' τον Καιρό
τους παλιούς φίλους καλώ με φοβέρες και μ' αίματα!
Μα 'χουν όλα τα αίματα ξαντιμεθει κι οι φοβερές αχ λατομηθει
και στον έναν ο άλλος μπαίνουν εναντιον οι άνεμοι!
Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη λησμονάτε τη χώρα μου !
Ανοίγω το στόμα μου
Ανοίγω το στόμα μου κι αναγαλλιάζει το πέλαγος
Και παίρνει τα λόγια μου στις σκοτεινές του σπηλιές
Και στις φώκιες τις μικρές τα ψιθυρίζει
τις νύχτες που κλαιν των ανθρώπων τα βάσανα.
Χαράζω τις φλέβες μου και κοκκινίζουν τα όνειρα
Και τσερκουλα30 γίνονται στις γειτονιές των παιδιών
Και σεντόνια στις κοπέλες που αγρυπνούνε
Κρυφά για ν' ακούν των ερώτων τα θαύματα.
Ζαλίζει τ' αγιόκλημα και κατεβαίνω στον κήπο μου
Και θάβω τα πτώματα των μυστικών μου νεκρών
Και το λώρο το χρυσό των προδομένων
Αστέρων τους κόβω να πέσουν στην άβυσσο.
Σκουριάζουν τα σιδερά και τιμωρώ τον αιώνα τους
Εγώ που δοκίμασα τις μυριάδες αιχμές
Κι από γουλιά και νάρκισσους το καινούργιο
Μαχαίρι ετοιμάζω που αρμόζει στους Ηρωες.
Γυμνώνω τα στήθη μου και ξαπολνούνται οι άνεμοι
Κι ερείπια σαρώνουνε και χαλασμένες ψυχές
Κι απ' τα νέφη τα πυκνά της καθαρίζουν
Τη γη, να φανούν τα Λιβάδια τα Παντερπνα !
ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ αίματα
ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ αίματα με πορφύροσαν
Και χαρές ανείδωτες με σακιάσανε
Οξειδώθηκα μες στην πιοτιά
των ανθρώπων
Μακρινή Μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο
Στ' ανοιχτά του πελάγου με καρτερεσαν
Με μπομπαρδες τρικάταρτες και μου ρίξανε
Αμαρτία μου να 'χα κι Εγώ
μιαν αγάπη
Μακρινή Μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο
Τον Ιούλιο κάποτε μισανοίξανε
Τα μεγάλα μάτια της μες στα σπλάχνα μου
Την παρθένα ζωή μια στιγμή
να φωτίσουν
Μακρινή Μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο
Κι από τότε γυρισαν καταπάνω μου
Των αιώνων οργητες ξεφωνίζοντας
"Ο πού σ' είδε, στο αίμα ζει
και στην πέτρα"
Μακρινή Μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο
Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα
Μες στις πέτρες άνθισα και μεγάλωσα
Των φονιάδων το αίμα με φως
ξεπληρώνω
Μακρινή Μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο

Λακωνικόν
O καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη
μου επέστρεψε στον ήλιο.
Kείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της
πέτρας και του αιθέρος,
Λοιπόν, αυτός που γύρευα, ε ί μ α ι.
Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο,
Xειμώνα ελάχιστε,
H ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς
Kαι στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ' ένα μικρό τριζόνι
κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Aνέλπιστου.