Κωνσταντίνος Καβάφης
Το έργο του Καβάφη δεν επιβάλλεται με τον όγκο του, αλλά με την ποιότητά του. Κάθε ποίημά του είναι και μια ολοκληρωμένη ποιητική μονάδα. Ο ποιητής Καβάφης, χωρίς λυρικά ψιμύθια, χωρίς ποιητικούς ακροβατισμούς και στείρα πολυλογία, περικλείει σε κάθε του ποίημα μια ολόκληρη σύνθεση, που αποτελεί ορόσημο στην ποίησή μας. Βέβαια είπε πολύ λιγότερα απ' όσα μπορούσε να πει ένας άνθρωπος με τη φιλοσοφική του διάθεση. Μπορεί ο στίχος του να μην μας ενθουσιάζει. Μας κάνει όμως κάτι καλύτερο , μας κάνει να σκεφτούμε. Σ' αυτόν τον τόπο που τον καταστρέψανε οι ενθουσιασμοί, τα μεγάλα λόγια και οι εύκολες αποφάσεις, ο ποιητής μας παραστέκεται σαν οδηγός και σύμβουλος. «Προετοιμάζει τον άνθρωπο για τις μεγάλες περιπέτειες, για τα φοβερά διλήμματα, για τις κρίσιμες στιγμές, και τον οπλίζει με την καρτερία και την αξιοπρέπεια, που πρέπει να έχει όποιος δεν θέλει να ποδοπατηθεί από τη ζωή».
Μερικά από τα ποιήματα του Καβάφη έγιναν σήμερα κτήμα όλων των λαών. θ' αναφέρουμε μερικά: H πόλις, Θερμοπύλες, Κεριά, Τείχη, Όσο μπορείς, Υπέρ της Αχαϊκής συμπολιτείας πολεμήσαντες, Το πρώτο σκαλί, Κ.ά. Η Πόλις προδικάζει τελεσίδικα τη διαιώνιση της μεγάλης περιπέτειας «σ' όλη τη γη». Οι Τρώες μας δείχνουν πως δεν μπορούμε να ξεφύγουμε το πεπρωμένο μας (στωικισμός). Οι Θερμοπύλες είναι η φιλοσοφία της ζωής. Ο άνθρωπος πρέπει σε κάθε περίπτωση να κάνει το χρέος του, να μην εγκαταλείπει τον αγώνα. Αλλά, με στοχασμό, και θέληση, να μάχεται όχι για τη νίκη, αλλά για τα ιδανικά του, για ότι πιστεύει και για ότι νομίζει. Στο δε ποίημά του Ιθάκη μας δίνει το καταστάλαγμα της φιλοσοφίας της ζωής, για όλους τους ανθρώπους της γης. Όταν ωριμάσει πια ο άνθρωπος βλέπει πόσο μάταιοι ήταν όλοι οι κόποι του στη ζωή, και μόνο η πείρα που κέρδισε από τους αγώνες του δικαιώνει την προσπάθειά του:
...Κι αν πτωχική τη βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες, οι Ιθάκες τι σημαίνουν.
Η ποίηση του Καβάφη έχει, από χρόνια τώρα, ξεπεράσει τα Ελληνικά πλαίσια και εντάχθηκε στην ευρωπαϊκή και αμερικανική. Η ένταξη αυτή υπογραμμίζει την ποιητική του ιδιοφυία και τη μεγαλοσύνη του. Ποιητής ανεπανάληπτος, γέμισε με την παρουσία του μια ολόκληρη εποχή. Με το έργο του η ελληνική ποίηση απλώθηκε στον πλατύτερο ευρωπαϊκό χώρο, γιατί πολλά από τα ποιήματά του, είναι ποιήματα κάθε εποχής και κάθε λαού. Κι αυτά του εξασφάλισαν την παγκοσμιότητα.
Ποιήματα
Βακχικόν (1886)
Κτίσται (1891)
Τείχη (1896)
Ένας γέρος (1897)
Δέησις (1898)
Τα δάκρυα των αδελφών του Φαέθοντος (1898)
Ο θάνατος του αυτοκράτορος Τακίτου (1898)
Κεριά (1899)
Διακοπή (1901)
Τα παράθυρα (1903)
Θερμοπύλες (1903)
Περιμένοντας τους βαρβάρους (1904)
Επιθυμίες (1904)
Ο Σεπτέμβρης του 1903 (1904)
Ο Δεκέμβρης του 1903 (1904)
Σταίς σκάλαις (1904)
Στο θέατρο (1904)
Φωνές (1904)
Τρώες (1905)
Μονοτονία (1908)
Κρυμμένα (1908)
Τα βήματα (1909)
Η Πόλις (1910)
Η Σατραπεία (1910)
Μάρτιαι Ειδοί (1911)
Απολείπειν ο θεός Αντώνιον (1911)
Τελειωμένα (1911)
Ιωνικόν (1911)
Τα επικίνδυνα (1911)
Ιθάκη (1911)
Ερωτος άκουσμα (1911)
Αλεξανδρινοί βασιλείς (1912)
Επέστρεφε (1912)
Οσο μπορείς (1913)
Επήγα (1913)
Του μαγαζιού (1913)
Ετσι (1913)
Πολύ σπανίως (1913)
Πολυέλαιος (1914)
Μακρυά (1914)
Ο Θεόδοτος (1915)
Σοφοί δε προσιόντων (1915)
Ομνύει (1915)
Μανουήλ Κομνηνός (1915)
Κι ακούμπησα και πλάγιασα στες κλίνες των (1915)
Οροφέρνης (1915)
Μιά νύχτα (1915)
Στου καφενείου την είσοδο (1915)
Οταν διεγείρονται (1916)
Εν τη οδώ (1916)
Ετσι πολύ ατένισα... (1917)
Μέρες του 1903 (1917)
Ηδονή (1917)
Ιαση τάφος (1917)
Εν εσπέρα (1917)
Εν πόλει της Οσροήνης (1917)
Ενας θεός των (1917)
Πέρασμα (1917)
Γκρίζα (1917)
Η προθήκη του καπνοπωλείου (1917)
Μισή ώρα (1917)
Καισαρίων (1918)
Θυμήσου, σώμα... (1918)
Η διορία του Νέρωνος (1918)
Νόησις (1918)
Πρέσβεις απ΄την Αλεξάνδρεια (1918)
Αιμιλιανός Μονάη, Αλεξανδρεύς, 628-655 μ.Χ. (1918)
Εις το επίνειον (1918)
Το διπλανό τραπέζι (1918)
Λάνη τάφος (1918)
Νόησις (1918)
Απ'τες εννιά (1918)
Κάτω απ'το σπίτι (1918)
Ιμενος (1919)
Να μείνει (1919)
Των Εβραίων (40 μ.Χ.) (1919)
Για νάρθουν (1919)
Ο ήλιος του απογεύματος (1919)
Ο δεμένος ώμος (1919)
Ο Δαρείος (1920)
Αννα Κομνηνή (1920)
Εκόμισα εις την τέχνη (1921)
Απο την σχολήν του περιώνυμου φιλοσόφου (1921)
Η αρχή των (1921)
Υπερ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες (1922)
Σ'ένα βιβλίο παληό (1922)
Θέατρον της Σιδώνος (400 μ.Χ.)(1923)
Απ'το συρτάρι (1923)
Εν απογνώσει (1923)
Ηλθε για να διαβάσει (1924)
Πριν τους αλλάξει ο χρόνος (1924)
Απολλώνιος ο Τυανεύς εν Ρόδω (1925)
Το 25ον έτος του βίου του (1925)
Τέμεθος, Αντιοχεύς (400 μ.Χ.) (1925)
Στο πληκτικό χωριό (1925)
Ιερεύς του Σεραπίου (1926)
Σοφιστής απερχόμενος εκ Συρίας (1926)
Η αρρώστια του Κλείτου (1926)
Μέσα στα καπηλειά (1926)
Αννα Δαλασσηνή (1927)
Μέρες του 1896 (1927)
Μέρες του 1901 (1927)
Δύο νέοι, 23 έως 24 ετών (1927)
Κίμων Λεάρχου (1928)
Ενας νέος, της τέχνης του λόγου - στο 24ον έτος του (1928)
Εικών εικοσιτριετούς νέου καμωμένη από φίλο του ομήλικα (1928)
Μέρες του 1909 (1928)
Στον ίδιο χώρο (1929)
Μύρης Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ (1929)
Ωραία λουλούδια και άσπρα ως ταιριάζουν πολύ (1929)
Ας φρόντιζαν (1930)
Ρωτούσε για την ποιότητα (1930)
Ο καθρέπτης στην είσοδο (1930)
Κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων (1931)
Στα 200 π.Χ. (1931)
Μέρες του 1908 (1932)
Συλλογές
1ο φυλλάδιο (τεύχος) - με 14 ποιήματα (1904)
2ο φυλλάδιο (τεύχος) - με 21 ποιήματα (1910)
Ποιήματα (Εκδοση Καλμούχου) 154 ποιήματα (1935)
Πρώτη τυποποιημένη έκδοση (Επιμέλεια Γ.Π.Σαββίδη) (1963)
Ανέκδοτα ποιήματα - (Επιμέλεια Γ.Π.Σαββίδη) (1968)
Αποκηρυγμένα (1886-1898) (Επιμέλεια Γ.Π.Σαββίδη) (1983)
Πεζά
Πεζά (Επιμέλεια Γ.Παπουτσάκη) (1963)
Ανέκδοτα Πεζά Κείμενα (Επιμέλεια Μ.Περίδη) (1963)
Ιθάκη
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.
Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θά βγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.

Απολείπειν ο θεός Aντώνιον
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές—
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις.

Περιμένοντας τους Bαρβάρους
— Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
— Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.
—Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.
— Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.
—Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.
— Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.
