Αγιος Βασίλειος






Ο `Αγιος Βασίλειος γεννήθηκε το 326 μ.Χ. στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Η οικογένεια του ήταν πλούσια και ευσεβής. Πατέρας του ήταν ο μεγάλος ρήτορας Βασίλειος και μητέρα του η `Εμμέλεια.
Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε από τον πατέρα του και σπούδασε στην Καισάρεια. Εκεί κατέπληξε τους δασκάλους του με την εξυπνάδα και την ευστροφία του. Ακολούθως πήγε στην Κωνσταντινούπολη για να παρακολουθήσει μαθήματα ανώτερης φιλοσοφίας από τον ρήτορα Λιβάνιο. `Εκει έζησε τέσσερα χρόνια.

Το 351μ.Χ. πήγε στην Αθήνα, όπου και εμπλούτισε τις γνώσεις του με τους πνευματικούς θησαυρούς της αρχαίας σοφίας. Εκεί γνωρίστηκε με το Γρηγόριο το Ναζιανζηνό και συνδέθηκε μαζί του με δυνατή φιλία.

`Οταν επέστρεψε στην Καισάρεια ασχολήθηκε για λίγο με τα νομικά, όμως γρήγορα, εμπνευσμένος από το παράδειγμα της μητέρας του και της αδελφής του που έγιναν μοναχές, τα παράτησε. Βαπτίστηκε Χριστιανός και μοίρασε όλη του την περιουσία στους φτωχούς. Ασκήτεψε για τέσσερα χρόνια περιοδεύοντας στην Αίγυπτο, τη Συρία και τη Μεσοποταμία. Τα τέσσερα αυτά χρόνια θεωρούνται από τα πιο ήρεμα και ειρηνικά της ζωής του.

Μετά το θάνατο του Επισκόπου Καισαρείας Ευσέβιου και μετά από προτροπή του κλήρου και του λαού, ανέβηκε στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο.

Το Επισκοπικό του έργο ήταν πολύ πλούσιο. Τα κηρύγματα του ήταν αριστουργηματικά. `Ομως ο Μέγας Βασίλειος δεν περιορίστηκε στο πνευματικό έργο. Αγκάλιασε με στοργή τους φτωχούς και τους απροστάτευτους.

`Ιδρυσε τη Βασιλειάδα, ένα μεγάλο φιλανθρωπικό ίδρυμα, το οποίο αποτελούταν από νοσοκομεία, ξενώνες, γηροκομείο και ορφανοτροφείο για την περίθαλψη των φτωχών, των ορφανών και των αδικημένων. Σ' αυτό περιλαμβάνονταν πτωχοκομεία, ορφανοτροφεία, νοσοκομεία κ.α.

`Οσο στοργικός ήταν απέναντι στους αδύναμους, τόσο αποφασιστικός ήταν απέναντι σ' αυτούς που προσπαθούσαν να βλάψουν την εκκλησία. Δεν άργησε να έρθει σε σύγκρουση με τον αυτοκράτορα Ουάλη, οπαδό της αίρεσης του Αρείου, τον οποίο ανάγκασε να υπαναχωρήσει και να αφήσει την εκκλησία ήσυχη.

Ο Μέγας Βασίλειος τελικά πέθανε το 379μ.Χ. σε ηλικία μόλις 53 ετών, έπειτα από ολιγοήμερη ασθένεια. Τα τελευταία του λόγια ήταν τα ίδια με αυτά που είπε ο Χριστός στο σταυρό "Πάτερ, εις χείρα Σου παρατίθεμαι το πνεύμα μου".
Η Πρωτοχρονιά ήταν και είναι η πιο χαρούμενη γιορτή του χρόνου, περισσότερο για τα παιδιά. Όλοι μικροί μεγάλοι, ανταλλάσσουν δώρα, φιλιά και ευχές. Η χαρά που απολαμβάνουν τα παιδιά δεν περιγράφεται. Όλη η φροντίδα των γονιών στρέφεται γύρω από τα παιδιά τους που περιμένουν με ανυπομονησία να δουν το δώρο που θα τους φέρει ο Αϊ Βασίλης αλλά και η νουνά.
Παλιά τις γιορτές αυτές παρ’ όλη την οικονομική ανέχεια, καθώς λένε σήμερα οι μεγαλύτεροι που θυμούνται, ήταν πιο «ζεστά» υπήρχε επικοινωνία και χαρά.
Τα κάλαντα είχαν και πάλι τον πρώτο λόγο. Τα παιδιά μαζεύονταν κατά παρέες την παραμονή και τραγουδούσαν στα σπίτια «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή καλός μας χρόνος» και έπαιρναν φιλέματα. Οι νοικοκυρές προετοίμαζαν από νωρίς την πρωτοχρονιάτικη καλοφτιαγμένη κουλούρα, πίτα που θα πήγαιναν τα παιδιά δώρο στο νουνό ή στη νουνά τους για να πάρουν το δικό τους δώρο, που ήταν συνήθως γλυκό ή κάτι άλλο χρήσιμο όπως: ρούχα, παπούτσια κ.λ.π. Το παιχνίδι ήταν σπάνιο εκείνα τα χρόνια και δύσκολα θα αγόραζε κάποιος παιχνίδι – δώρο ενώ υπήρχαν άλλες τόσες επείγουσες βιοτικές ανάγκες.
Το βράδυ της παραμονής γινόταν πάλι το «θύμιασμα» όπως ακριβώς των Χριστουγέννων. Στο τραπέζι όμως δεν υπήρχαν νηστίσιμα φαγητά αλλά η βασιλόπιτα με τυρί, γλυκά και κρασί. Η βασιλόπιτα όπως λέει η παράδοση καθιερώθηκε από το Μέγα Βασίλειο. Σήμερα έχει αλλάξει μορφή και νόημα. Δεν έμεινε η παλιά βασιλόπιτα με τα πολλά ή λίγα φύλλα της, έτσι όπως είχε ξεκινήσει από την αρχή, αλλά έγινε μια κουλούρα ή ένα είδος τσουρεκιού. Σήμερα πολύ λίγες νοικοκυρές φτιάχνουν μόνες τους, με τα δικά τους χέρια την βασιλόπιτα, βάζοντας μέσα στα φύλλα τυρί με αυγά και λίγο τσιγαρισμένο χοιρινό κομμένο σε μικρά – μικρά τεμάχια.
Καθισμένοι γύρω από το τραπέζι περιμένουν τον αρχηγό της οικογένειας να τελειώσει το θυμίασμα. Αυτός αρχίζει την κοπή της βασιλόπιτας αφού τη σταυρώσει με το μαχαίρι τρεις φορές, κόβοντας μερίδες για το Χριστό, την Παναγία και έπειτα αρχίζοντας από το μεγαλύτερο σε ηλικία μέλος της οικογένειας. Μόλις πάρουν όλοι τις μερίδες αρχίζει ανυπόμονα το ψάξιμο για το «φλουρί». Όποιος το έβρισκε ήταν ο τυχερός της χρονιάς. Φρόντιζαν όλοι να είναι χαρούμενοι εκείνο το βράδυ, γιατί πίστευαν πως αν καλοπεράσουν την πρωτοχρονιά θα είναι χαρούμενοι και ευτυχισμένοι όλο το χρόνο.
Έτσι με τραγούδια, χορό και διασκέδαση αλλά και με ευχές όπως: «Χρόνια πολλά», «Καλή χρονιά» περίμεναν τον καινούριο χρόνο. Στις δώδεκα η ώρα χτυπούσαν χαρμόσυνα οι καμπάνες, ρίχνονταν πυροβολισμοί και άρχιζαν οι ευχές. Παλιότερα πήγαιναν στην πιο κοντινή βρύση να πάρουν φρέσκο νερό για το καλό του χρόνου. Έριχναν στο νερό της βρύσης φρούτα και λεφτά λέγοντας: «για να τρέχει το τυχερό σαν της βροχής το νερό». Όταν έμπαιναν μέσα στο σπίτι έσπαζαν ένα ρόδι και έλεγαν: «Όπως είναι το ρόδι γεμάτο, έτσι να είναι και το σπίτι».