Ηρωϊδες της Πίνδου
Στην Πίνδο παίχθηκε η πρώτη δραματική πράξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου από 28/10/1940 μέχρι 17/11/1940. "Η Πίνδος έγινε σκηνή απέραντη και σκυθρωπή ενός δράματος με παγκόσμια σημασία". Οτι έγινε στην Πίνδο "ξεφεύγει από τη σφαίρα της λογικής, περνάει στην περιοχή του θαύματος"! (Παραθέτουμε απόσπασμα απο μια θαυμάσια περιγραφή της μάχης της Πίνδου που δίνει ο Αγγελος Τερζάκης). "Η Πίνδος είναι ένα δαιδαλώδες συγκρότημα από βουνά που ριζώνει κατάσαρκα στον Ελληνικό κορμό και κλαδώνεται απο τα ΒΔ στα ΝΑ κάπου 150 χιλιόμετρα μάκρος... Για να κατέβεις βιαστής από το Βορρά, να χτυπήσεις τις πύλες της χώρας, πρέπει τον κόμπο αυτό να τον λυσεις. Δύσκολο πολύ. Κοιτάς τα καταρράχια, όπου κατρακυλάει το μαύρο έλατο, τις λαγκαδιές που βουϊζουν μυστικά μέσα στην άχνα της απεραντοσυνης και το μάτι σου θολώνει. Τα χωριά σωπαίνουν, κουρνιασμένα στις βουνοπλαγιές σαν όρνια. Ψηλά στα ουρανοθέμελα, πυργώνονται απανωτά άσωστες οι βουνοκορφές. Σαν έρθει το πρώτο χιόνι, όλος αυτός ο γιγάντιος κόσμος παραχώνεται, γίνεται απέραντος, άσπρος τάφος, όλο μυστήριο και σιωπή. Τοτε μήτε η αρκούδα, το αγριογούρουνο ή ο λύκος δεν ξεθαρρεύουν μακριά απο τις μονιές τους. Μονάχα ο άνεμος θερίζει δρασκελώντας τα διάσελα, κυρίαρχος σαν Χάρος".
Για να παραβιάσουν οι Ιταλοί την Πίνδο και στη συνεχεια κατακτήσουν την Ελλάδα, είχαν επιλέξει μια από τις πιο επίλεκτες μεραρχίες: Τη μεραρχία των Αλπίνων "Τζούλια" (με διοικητή το Μαριο Τζιρρότι και δυνάμεις 15.000 περίπου αξιωματικούς και οπλίτες). Τα υλικά μέσα ήταν άφθονα. Η "Τζούλια" είχε μεταφερθεί στην Αλβανία τον Απρίλιο του 1939. Είχε ασκηθεί στον ορεινο πολεμο, ήταν απόλυτα κατατοπισμένη στη διαμόρφωση και στις συνθήκες του μετώπου της Πίνδου. Ηταν ανάλογα συγκροτημένη και λαμπρά εφοδιασμένη, για να χτυπήσει κατακαρδα την Ελλάδα. Η αποστολή της "Τζούλια" ήταν να εισχωρήσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα στα ορεινα περάσματα της Πίνδου, να κατέβει το Μέτσοβο και να διασπάσει το Ελληνικό μέτωπο.
Η Ελληνική άμυνα είχε να αντιταξει ένα ισχνό σχηματισμό : το Απόσπασμα Πίνδου, με διοικητή τον ηρωϊκό Συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Δαβάκη με 2.000 άνδρες. Στις υλικες δυνάμεις των Ιταλών οι Ελληνες αντέταξαν τη δυναμη της ψυχής, την αυταπάρνηση, την πίστη, την αρετή. Οταν άρχισε η μάχη της Πίνδου, οι Ιταλικές πυροβολαρχίες και οι όλμοι εξετόξευσαν σφοδρότατους βομβαρδισμούς, εναντίον των Ελληνικών θέσεων. Η Πίνδος σειόταν απο τις ισχυρές δονήσεις των εκρήξεων, τα δένδρα κοβονταν με απαίσιους τριγμούς, οι βράχοι ανατινάσσονταν σε συντρίμμια. Οι Ιταλοί επιτίθενταν με λύσσα και σκληρές μάχες διεξήγονταν σώμα προς σώμα σ' όλους τους υποτομείς της Πίνδου. Οι Ελληνες πολεμούσαν ηρωϊκά παρα το δριμύ ψύχος. Οι δυσκολίες ήταν αφανταστες. Η αμυντική οργάνωση της περιοχής ήταν εντελώς πρόχειρη. Ο οπλισμός, ο ιματισμός, τα πυρομαχικά του Αποσπασματος ηταν ελάχιστα. Τηλεφωνική γραμμή μονο μία υπήρχε. Οι περισσότεροι αξιωματικοί ήταν έφεδροι, χωρίς πείρα. Ο χειμώνας που άρχιζε πολύ νωρίς εκεί, ήταν απάνθρωπος. Ο αγώνας που είχε να αντιμετωπίσει το Απόσπασμα Πίνδου έπαιρνε τη μορφή "απελπισμένης αποστολής".
Η 28η Οκτωβρίου ανέτειλε με καιρό κρύο και βροχερό. Στον κεντρικό υποτομέα η κατάσταση ήταν πολύ σοβαρή. Οι Ιταλοί είχαν μερικές επιτυχίες. Ο Κ. Δαβάκης αναγκάστηκε να κάνει σύμπτυξη. Ο καιρός ήταν πολύ άσχημος. Επεφτε βροχή βαριά μ?κεσα στην κατασκότεινη νύχτα. Οι Ελληνες φαντάροι που είχαν πολεμήσει όλη την ημέρα νηστικοί, βάδιζαν μουσκεμένοι. Το παγωμένο νερό του Σαρανταπορου έφθανε ως τη μεση τους. Τα μουλάρια βαρυφορτωμένα με πολυβόλα και πυρομαχικά γλυστρούσαν στους κακότοπους και γκρεμίζονταν στις βαθιές χαράδρες. Τα μέσα διαβιβάσεως δε λειτουργούσαν κανονικά. Τα πυρομαχικά είχαν τελειώσει. Ο Δαβάκης μαζεψε ο,τι πυρομαχικά είχαν οι γραφείς, οι μάγειροι, οι ημιονηγοί και τα διένειμε στους άνδρες ορισμένων λοχων. Ζητησε από τους χωρικούς να φέρουν τα ζώα τους, για να κουβαλούν τρόφιμα και πολεμοφόδια. Τα έφεραν. Υστερα φορτώθηκαν οι γυναίκες και τα κορίτσια τα πολεμοφόδια και σκαρφάλωναν άκρη άκρη σε γκρεμούς, κατω από τη βροχή μεσα στο σκοταδι.
Στις 29 Οκτωβρίου έπεφτε χιόνι στην Κιάφα. Το κρύο ήταν φοβερό. Εκεί ψηλά, σε υψόμετρο 2.400 μ. οι μισοί άνδρες της διμοιρίας που την υπερασπίζονταν είχαν πάθει ψύξη. Τα χέρια τους είχαν κρυσταλλιάσει. Δε μπορούσαν να κρατήσουν το όπλο. Ενας λοχίας ανέφερε απο το τηλέφωνο ότι είναι ο μόνος που μπορεί να σαλέψει ακόμη τα χείλη του, να μιλήσει. Οι άλλοι κείτονταν χάμω στο χιόνι. Σιγοπεθαινουν. Δεν πάνε πια τραυματιοφορείς να κατεβάσουν τα φορεία. Στον κεντρικό υποτομέα η κατάσταση είναι απελπιστική. Ελειπαν όπλα, οπλοπολυβόλα, τροφιμα, τα πάντα. Ο υπασπιστής του Δαβάκη είπε απο το τηλεφωνο: οι άνδρες έμοιαζαν με φαντάσματα, μαλλον παρά με στρατιώτες. Σ' αυτές τις δύσκολες στιγμές ήταν ανεκτίμητη η προσφορά της γυναίκας. Ταπεινές και άσημες χωριάτισσες τρέξανε χωρίς να τους το ζητήσει κανείς να κάνουν ό,τι μπορούσαν. Και προσφεραν πολλά. Ο στρατός έπρεπε να βρεθεί όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στη γραμμή της φωτιάς και οι γυναικες δόθηκαν ολόψυχα σ' αυτό το μεγάλο αγώνα. Αφησαν τα χωριά τους, τα σπίτια τους, τους δικούς τους και έτρεξαν να βοηθήσουν τους φαντάρους μας σε όλα. Τους έδωσαν τρόφιμα, ρουχα, κουβέρτες και κουράγιο!
Τους ακολούθησαν στην κουραστική τους πορεία ως την πρώτη γραμμή, ως τη φωτιά της μάχης. Ζώστηκαν τα κιβώτια με τις σφαίρες και τις οβίδες και τα κουβάλησαν περνώντας ρέματα και δάση, για να φθάσουν τα βόλια στην ώρα τους, εκει που έπρεπε. Μερες και νύχτες, ατέλειωτες πορείες. Σκαρφάλωναν σε αποκρημνους βράχους για να δώσουν τις σφαίρες στους φαντάρους, τις οβίδες στο πυροβολικό που θαυματούργησε. Καθάριζαν δρόμους να περάσουν οι εφοδιοπομπές. Εφτιαχναν δρόμους και χαλασμένα γεφύρια. Επαιρναν στην αγκαλια τους και μετέφεραν τραυματίες απο το πεδίο της μάχης στα μετόπισθεν. Τους έδενανα τις πληγές, τους έλεγαν λογια παρηγοριάς και θαρρους. Καθε τραυματίας και φανταρος έβλεπε στο βασανισμένο προσωπο της Ηπειρώτισσας το πρόσωπο της μάνας, της γυναίκας, της αδελφής, έβλεπε ένα συμπολεμιστή. Αλλα αυτές, ανώνυμες ηρωϊδες, δεν κουβάλησαν μονο τα κιβώτια με τα πυρομαχικά. Τα χρησιμοποιησαν κιολας. Κράτησαν αρκετές φορές το τουφέκι. Συχνά μέσα στις απατητες χαράδρες και τα μονοπατια της Πίνδου βρέθηκαν αντιμέτωπες με Ιταλούς. Πολλες πότισαν με το τίμιο αίμα τους την άγρια γη της Ηπείρου.
Σ' αυτό το άγριο βουνό της Ηπείρου, την Πίνδο, όπου δεν υπήρχαν ούτε κατσικόδρομοι κι οι δρομοι ήταν αιχμηρός βράχος απρόσιτος και απροσπέλαστος, μια χούφτα Ελληνες στρατιώτες, οπλισμένοι με λιγα τουφέκια και αδάμαστη παλικαριά κατέκοψαν και διέλυσαν την περίφημη μεραρχία "Τζούλια". Εδώ η μικρή Ελλάδα έδωσε το πρώτο ράπισμα, στο πρόσωπο της Ιταλικής αυτοκρατορίας. Εδώ οι λίγοι νικησαν τους πολλούς, ο Δαυϊδ νίκησε το Γολιάθ, η ψυχή την ύλη. Εδώ έγινε "το θαύμα" της νίκης των Ελλήνων κατα τον Ελληνοϊταλικό πολεμο. Αυτή η νίκη ενίσχυσε την πεποίθηση σε όλους τους λαούς της γης ότι "ο Αξων δεν είναι αήττητος" και ότι "η νίκη του Δικαίου και της Ηθικής δε θα βραδύνει να ανατείλει". Η αρχική νίκη της Πίνδου πραγματοποιήθηκε στο Ζαγόρι απο τις 29 Οκτωβρίου μέχρι 10 Νοεμβρίου. Είναι δύσκολο να ζωντανέψει κανείς το μεγαλείο των γυναικων του Ζαγοριού και να γράψει "έπαινον τον πρέποντα". Αυτό που έγινε στο Ζαγόρι δινει μια εικόνα του τι έγινε και στα άλλα τμήματα της Πίνδου. Οι γυναικες κουβαλούσαν τα κανόνια και τα πολεμοφόδια και τα ανέβαζαν στη Γκραμπάλα και άλλες απο την άλλη μεριά, απο τη Γκαμήλα. Πως ήταν δυνατόν; Πως μπορούσαν να ανεβαίνουν σ' αυτά τα απάτητα βουνά, που ανέβαιναν μόνο ζαρκάδια;
Τις έδεναν με χοντρές τριχιές απο τη μεση και οι φαντάροι τις τραβούσαν απο την κορυφή. Κι αυτές βαρυφορτωμένες, σκαρφάλωναν πιασμένες πότε απο τις πέτρες που προεξείχαν, ποτε από τις ρίζες, γονατίζοντας απο το βάρος με κίνδυνο να γλυστρήσουν στο γκρεμό και να γκρεμοτσακιστούν στα βάραθρα που έχασκαν μπροστά τους. Ανέβαιναν, κατέβαιναν αδιάκοπα. Ιλιγγιά ο νους θέλοντας να αναπαραστήσει τη σκηνή αυτή. Επικρατούσε γενικός συναγερμός σε όλα τα Ηπειρωτικά χωριά, που βρισκονται στο Δυτικό τμημα της Πινδου. Στη Μπάγια και στα γύρω χωριά, στο Καπέσοβο, στη Βωβούσα, στο Βρυσοχώρι και στη Λαίστα όλοι έχουν ξεσηκωθεί. Επιδιορθώνουν δρόμους, γέφυρες, ανατινάσσουν γεφύρια για να μην περάσουν οι Ιταλοί. Μαζεύουν κουβέρτες, βελέντζες, άρβυλα. Ετοιμάζουν συσσίτια, ζυμωνουν ψωμί, κουβαλούν νερό. Οι γυναίκες φορτωμένες, με τα γαϊδουράκια φορτωμένα, σκαρφαλώνουν στα κατσάβραχα, για να στηρίξουν τους φαντάρους μας που κινδυνεύουν. Τα φορτία διαρκώς βαραίνουν.
Στο Καπέσοβο έφταναν 50-60 φορτηγά την ημέρα. Ξεφόρτωναν τρόφιμα, πολεμοφόδια, πολυβόλα. Επρεπε να μεταφερθούν στο Βρυσοχώρι που απείχε 12-15 ώρες ποδαρόδρομο σε δρόμο δύσκολο με λακκουβες, λάσπες, βροχές και απο κει στην πρώτη γραμμή. Πως να περάσουν τα πολυβόλα και τα πυρομαχικά στους γκρεμούς που ήταν κρυσταλλιασμένοι απο το χιόνι; Το πρόβλημα ήταν τρομερό. Το έλυσαν "οι πλάτες των γυναικών και των κοριτσιών". Τις καθιέρωσαν "ως μονιμο μεταφορικό μέσο". Οι ηρωϊκές γυναικες πήγαιναν δεμένες, βαρυφορτωμένες με πολεμοφόδια και τρόφιμα και γύριζαν φορτωμένες τραυματίες, μερικές φορές και Ιταλούς! Ο ίδιος συναγερμός επικρατούσε και στα χωριά της Δυτικής Μακεδονίας στο Ανατολικό τμημα της Πίνδου: Στα χωριά Χρυσαυγή, Κορυφή, Μορφη, Κυψέλη, Νεάπολη, Νεστόριο, Πεντάλοφο, Αηγιώργη, Βουχωρίνα κ.α. οι γυναίκες προσέφεραν πολυτιμες υπηρεσίες και σαν ημιονηγοί, και στο πεδίο της μαχης. Τα σπιτια τους ήταν στρατώνες και αναρρωτήρια.
Πολλά συγκλονιστικά περιστατικά μιλούν εύγλωτα για τη δύναμη της ψυχής και την αυτοθυσία των γυναικών. "Σ' ένα στενό πέρασμα, κοντά στη Σαμαρίνα, προχωρούσε μια εφοδιοπομπή απο είκοσι στρατιώτες των μεταγωγικών και πέντε Ηπειρώτισσες. Ξαφνικά, ακούστηκαν τουφεκιές. Οι πρωτοι φαντάροι που πήγαιναν μπροστά φώναξαν:"Ιταλοί" και πήραν θέση μάχης. Το τουφεκίδι άναψε κι από τις δυο μεριές. Με τις πρώτες ελληνικές σφαίρες ένας Ιταλός που είχε προχωρήσει, ξαπλωθηκε νεκρός. Τότε μια μεσοκοπη γυναίκα, Ηπειρώτισσα, σύρθηκε κοντά του, πήρε το τουφέκι του και άρχισε να ρίχνει. Το ίδιο έκαναν σε λιγο και οι άλλες. Ορμούσαν μέσα στη φωτιά της μάχης αψηφώντας το θάνατο, έπαιρναν τα όπλα των Ιταλών, που σκοτώνονταν και τα έστρεφαν αμέσως εναντίον τους. Και τα βόλια δεν πήγαιναν χαμένα. Ακολούθησε μια μικρή αντεπίθεση με την ιστορική κραυγή "Αέρας"!. Ορμησαν στρατιώτες και γυναίκες και όσοι εχθροί είχαν απομείνει, το έβαλαν στα πόδια. Σ' αυτή τη μάχη βρέθηκε μια γυναικα νεκρή και δυο τραυματισμένες. Ηταν το πρώτο γυναικείο αίμα που χύθηκε στον πολεμο του 1940 και πότισε την Ηπειρωτική γη...".
"Κοντά σε μια απο τις αποτομες χαράδρες της Πίνδου ένα μονοπάτι στενό σε ξέφωτο, εκτεθειμένο στα πυρά του εχθρικού πυροβολικού. Οι οβίδες έπεφταν βροχή, για να σταματήσουν το πέρασμα των εφοδίων. Και αλλος δρόμος δεν υπήρχε. Ωστόσο έπρεπε να περάσουν με κάθε θυσία. Και οι στρατιώτες της εφοδιοπομπής είπαν στις Ηπειρώτισσες που τους ακολουθούσαν βαριά φορτωμένες: "Αφήστε τα κιβώτια εδώ και γυρίστε πισω. Θα ξανάρθουμε εμείς να τα πάρουμε". "Θα 'ρθουμε κι εμείς μαζί", ειπαν όλες αποφασιστικά και τους ακολούθησαν ψύχραιμα. Κατω απο τους όλμους και τις οβίδες, που έσκιζαν αδιάκοπα γύρω τους, τρεις Ηπειρώτισσες πληρωσαν με τη ζωή τους αυτόν τον ηρωϊσμό. Μια οβίδα έσκασε ανάμεσά τους και γκρεμίσθηκαν και οι τρεις στη χαράδρα. Οι αλλες πέρασαν μαζί με τους στρατιώτες κουβαλώντας τα κιβώτια με τις οβίδες για το ελληνικό πυροβολικό. Τρεις ακόμη ανώνυμες ηρωϊδες που βρήκαν τον πιο τίμιο θανατο πήγαν να συναντήσουν τις ηρωϊδες του Ζαλόγγου και του Σουλίου".
"Τα φορτία έπρεπε να φθάσουν επάνω (στην πρώτη γραμμή) το γρηγοροτερο, όσο κρατουσε ακόμα η ημέρα. Οταν σκοτείνιαζε, θα ήταν αδυνατο να βρουν τα μονοπάτια κάτω από το στρώμα του χιονιού στις αποτομες πλαγιές της χαράδρας. Επρεπε να βρεθεί κατι το πρακτικό, για να στηριχθούν τα ποδια των μεταγωγικών σ' εκεινες τις φοβερές "γλύστρες" και να προχωρήσουν. Μονο αν τύλιγαν τα πόδια των ζώων με λινάτσες, θα μπορούσαν να βαδίσουν έτσι βαρυφορτωμένα. Ενας δεκανέας και μερικοί στρατιώτες έτρεξαν σα ζαρκάδια για να φέρουν το πολύτιμο υλικο. Χαμηλότερα υπήρχε όμορφο, μικρό Ηπειρωτικό χωριό σκεπασμένο απο χιόνι. Πυκνές νιφάδες χιονιού έπεφταν. Συνάντησαν τον ιερέα και λιγους ηλικιωμένους. Δυστυχώς δεν υπήρχαν λινάτσες στο χωριό. Ενας γεροντας τους συμβουλευσε να φορτωθούν οι στρατιώτες τα πυρομαχικά. Απάντησαν ότι οι αρβύλες με τις προκες γλυστρούν στα κρύσταλλα των πάγων και κινδυνεύουν. Πίσω απο τη μικρή σύναξη προβαλε η μορφή μιας λιγνής γυναίκας που είχε στηνόψη μια φλόγα. "Εχουν δίκιο τα παιδιά, είπε, γλυστρουν εκεινες οι στράτες. Εκεί τώρα θέλει γουρουνοτσάρουχο, αλλιώς δεν περπατιέται ο βράχος και το κρύσταλλο". Και αφου απευθύνθηκε στον ιερέα: "Μην κάθεσαι, δέσποτα. Βάρα την καμπάνα της Εκκλησιάς να μαζευθούν οι γυναικες και πες να βάλουν τα γουρουνοτσάρουχα. Θα τα φορτωθούμε και θα τα κουβαλήσουμε εμείς τα κασόνια".
Σε λίγο μια μικρή συνοδεία από Εστιάδες, φορτωμένες τις πολύτιμες σιδερόκασες ανέβαιναν αργά μα σταθερά στην αναποδιά του καιρού και του τόπου. Το βάρος τις έκανε να γέρνουν μπροστά. Ομως δρασκέλιζαν μεθοδικά τον παγωμένο λιθαρότοπο πάνω απο το βάραθρο κι όλο σκαρφάλωναν! "Μια γυναίκα απο το Ανατολικό Ζαγόρι, η αντρογυναίκα Γαρουφαλλιά, όταν είδε ένα τραυματία πάνω στο μουλάρι, να πονάει και να βογγάει, καθώς τον τραβούσαν οι στρατιώτες: "Μη , βρε παιδιά, θα πονέσει περισσότερο στο μουλάρι, έτσι που ταρακουνιέται. Θα τον πάρω εγώ μονάχη μου. Εχω κι εγώ παιδί στον πολεμο και ξέρω τι θα πει μάνα!". "Ανασκουμπώνεται, πετάει κάλτσες και παπούτσια, τον παιρνει απαλά στον ώμο της και τον περνάει πέρα απο το πλατύ ποτάμι". "Οι νικητές της Πίνδου προχωρούσαν. Εφθασαν στον ποταμό Βογιούσα. Οι γεφυροποιοί προσπαθούσαν να επισκευάσουν μια γέφυρα, για να μπορέσουν να περάσουν οι στρατιώτες. Ομως το αποτομο ρεύμα του ποταμού εμπόδιζε τους σκαπανείς στη δουλειά τους. Τότε οι ατρομητες γυναίκες, αυθόρμητα μπηκαν οι ίδιες μεσα στα νερά και πιασμένες σφικτά απο τους ώμους, σχημάτισαν πρόχωμα, που ανάκοβε την ορμή του ποταμού και ευκόλυνε τους γεφυροποιούς. Το ίδιο ξανάγινε στον Καλαμά και στο Δρίνο".
Οι γυναίκες της Πίνδου βοήθησαν με πολλούς τρόπους το στρατό μας. "Εβλεπες τις γυναίκες να κρατούν καλάθι, κι από πάνω να έχουν αυγά, ψωμί, τυρί και το μαλλί που έγνεθαν. Από κάτω ήταν γεμάτο απο πολεμοφοδια και χειροβομβίδες. "Που πας, κυρά;" ρωτούσαν οι Ιταλοί. "Πάω, γιατί έχω το βοσκόπουλό μου και του πάω ψωμί και τυρί". Οι Ιταλοί ήταν ανίδεοι στον πολεμο. Δεν κοίταζαν το καλαθι, τι έχει απο κάτω". Ενας από τους Αξιωματικούς αφηγήθηκε: "Τη μεγαλύτερη συγκίνηση της ζωής μου μου την έδωσαν με τα πιο απλά μέσα οι γυναίκες των χωριών της Ηπείρου. Είχαν μάθει ότι θα περνούσαν τα νοσοκομειακά αυτοκίνητα απο τα χωριά τους και κατέβηκαν στο δρόμο κρατώντας πιτες, πορτοκάλια, γλυκά, ρακί και δαφνες του βουνού. Σταμάτησαν τ' αυτοκίνητα και χωρίς να εκφωνήσουν κανένα λόγο, μας μοίρασαν τα καλά τους". Η εξαιρετη φιλοξενία και η πατροπαράδοτη ευγένεια του Ζαγορίου υμνήθηκαν απο τους στρατιώτες με ποιήματα και ευχαριστήρια γραμματα. Ακόμη και οι Ιταλοί αιχμάλωτοι, σωστά ράκη, που πέρασαν απο εκει, φιλοξενήθηκαν στα διάφορα σπιτια. Ξαφνιάστηκαν. Ενας αξιωματικός Ελληνομαθής, έλεγε δακρυσμένος όταν κατέβηκε στο τραπέζι, αφού είχε πλυθεί: "Καθαρίσθηκα σα στο σπίτι μου. Νιώθω σα να είμαι σ' αυτό ύστερα από τόσα βάσανα. Μα τι λαός είσθε σεις επιτέλους; Τέτοια φιλοξενια σ' αυτούς που έστω και άθελα βάλθηκαν να σας καταστρέψουν και να καταπατήσουν τα σπιτια σας!".
Η γυναίκα της Πίνδου έγινε θρύλος. Σταθηκε κοντά στο στρατιώτη, ένας από τους κυριότερους παράγοντες "της νίκης της Ελλάδας". Ζωντάνεψε άλλη μια φορά την Ελληνίδα ηρωϊδα γυναίκα, τη Σπαρτιάτισσα, τη Σουλιώτισσα, τις ηρωϊδες του Ζαλόγγου και της Αραπίτσας που σταθηκαν πάντα "η λαμπάδα του Εθνους".
Γράφει η Αγλαϊα Μπούθα
Γυναίκες της Πίνδου
http://www.imerisia-ver.gr/qu_article/031025004/darticle