Οίνος – Μέγα της Μεσογείου Αγαθό

Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα στο ΓΕΛ Μυγδονίας

 

Ρετσίνα

Ρετσίνα ονομάζεται το είδος ελληνικού κρασιού που παρασκευάζεται με τη προσθήκη φυτικής ρητίνης πεύκου σε λευκό κρασί. Είναι ένα από τα δημοφιλέστερα ελληνικά αλκοολούχα ποτά.
Η παραγωγή ρετσίνας γίνεται από την αρχαιότητα ακόμα, όταν η προσθήκη ρητίνης (ρετσινιού) αποσκοπούσε στην καλύτερη συντήρηση του κρασιού, και όχι μόνο στην προσθήκη αρώματος.
Για την παρασκευή της χρησιμοποιούνται συνήθως κρασιά δεύτερης ποιότητας και για αυτόν τον λόγο η τιμή της είναι συνήθως χαμηλότερη από αυτή του κρασιού.

Η μοναδική γεύση της λέγεται ότι έχει προέλθει από την πρακτική της σφράγισης των αμφορέων, με ρετσίνι από πεύκα κατά τους αρχαίους χρόνους. Πριν από την εφεύρεση των στεγανών μπουκαλιών γυαλιού, το οξυγόνο αλλοίωνε τα κρασιά πολύ γρήγορα. Για να στεγανοποιήσουν το στόμιο, οι αρχαίοι εφεύραν την χρήση της ρετσίνας πεύκου, η οποία συγχρόνως εμπλούτιζε με την πάροδο του χρόνου το κρασί με το χαρακτηριστικό της άρωμα. Αργότερα εφευρέθηκε και η πρακτική της προσθήκης της ρετσίνας στο μούστο για τον αρωματισμό του κρασιού και την καλύτερη συντήρησή του.

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A1%CE%B5%CF%84%CF%83%CE%AF%CE%BD%CE%B1


Η ρετσίνα είναι το πλέον γνωστό παραδοσιακό ελληνικό κρασί. Για αρκετά χρόνια ήταν ο πιο γνωστός τύπος ελληνικού κρασιού, σε σημείο που η φήμη της –όχι πάντα θετική– να επισκιάζει γνωστά ελληνικά κρασιά και τοπωνύμια.

Η ρετσίνα παράγεται αδιάλειπτα εδώ και χιλιάδες χρόνια, όπως αποδεικνύεται από αρχαιολογικά ευρήματα, αλλά και από αμέτρητες γραπτές αναφορές, σχετικά με την παραγωγή και την κατανάλωση του ρητινίτη οίνου, όπως ονομαζόταν στην αρχαιότητα. Οι κύριοι λόγοι για τους οποίους γινόταν η χρήση ρετσινιού στους οίνους και διαδόθηκε η παραγωγή της ρετσίνας ήταν οι εξής:

• Η γειτνίαση των αμπελώνων με πευκοδάση που παράγουν ρετσίνι, ειδικά στην κεντρική Ελλάδα (Στερεά Ελλάδα).

• Η πρακτική της σφράγισης του στομίου και της επάλειψης του εσωτερικού των αμφορέων (δοχείων της αρχαιότητας για την αποθήκευση και τη μεταφορά του κρασιού), με ρετσίνι από πεύκα, για στεγανοποίηση και αποφυγή της επαφής του κρασιού με τον αέρα.

• Η προσθήκη ρητίνης (ρετσινιού) για την καλύτερη συντήρηση του κρασιού.

• Η χρήση κρασοβάρελων από ξύλο πεύκου (σε μεταγενέστερους χρόνους).

• Η προσθήκη ρητίνης για βελτίωση οργανοληπτικά υποβαθμισμένων κρασιών.

• Η επέμβαση με προσθήκη ρητίνης για το ιδιαίτερο άρωμά της, οινολογική πρακτική η οποία εφαρμόζεται και σήμερα.

Η ρετσίνα παράγεται με την προσθήκη φυτικής ρητίνης πεύκου, του είδους Pinus Hallepensis, κατά τη διάρκεια της ζύμωσης, με σκοπό την παραγωγή λευκού –σπανίως και ροζέ– κρασιού. Στη συνέχεια, η ρητίνη (το γνωστό ρετσίνι) απομακρύνεται, αφήνοντας στο κρασί μόνο το άρωμά της. Η κύρια ποικιλία παραγωγής ρετσίνας είναι το σαββατιανό, ενώ ακολουθεί ο ροδίτης.

Η ρετσίνα, όταν είναι καλής ποιότητας, εκφράζεται με το χαρακτηριστικό βαλσαμικό άρωμα του πεύκου, αφήνοντας όμως να φανούν και τα αρώματα του σταφυλιού. Η ανεπαίσθητη αίσθηση πικράδας στη γεύση της προκαλεί ένα δροσιστικό, σχεδόν αναψυκτικό τελείωμα, σα να υπάρχει στο κρασί ανθρακικό, κάνοντάς την ιδανικό σύντροφο των έντονων πιάτων της παραδοσιακής ελληνικής κουζίνας.

Η ρετσίνα μπορεί να παραχθεί μόνο στην Ελλάδα, σε όλη τη χώρα, φέροντας την ένδειξη «Ονομασία κατά Παράδοση» (όπως και το κρασί βερντέα). Οι πιο γνωστές περιοχές παραγωγής ρετσίνας, με το δικαίωμα αναγραφής τους στην ετικέτα του κρασιού, ανήκουν στη Στερεά Ελλάδα και είναι οι εξής:

• Αττική (κυρίως η περιοχή Μεσόγεια),
• Βοιωτία και
• Εύβοια.
http://www.newwinesofgreece.com/retsina/el_retsina.html

Ρετσίνα, ονομάζεται το κρασί το οποίο περιέχει διαλυμένη ποσότητα ρητίνης (ρετσινιού).

Η ανακάλυψη της έγινε τυχαία στους αρχαίους χρόνους και με στην προσπάθεια των Ελλήνων να διατηρήσουν τα κρασιά τους για περισσότερο καιρό.

Σήμερα, σύμφωνα με την Εθνική & Κοινοτική Νομοθεσία η Ονομασία ΡΕΤΣΙΝΑ , αφορά λευκούς ξηρούς επιτραπέζιους οίνους, στους οποίους έχει προστεθεί στην αρχή της αλκοολικής ζύμωσης μια ποσότητα ρητίνης (ρετσινιού) πεύκης του Χαλεπίου ( Pinus Halepensis ) και η οποία προσδίδει στο κρασί το χαρακτηριστικό άρωμα και την ιδιαίτερη γεύση.

Επιπλέον, η ρετσίνα φέρει στην ετικέτα της την ένδειξη Ονομασία κατά Παράδοση .

E ίναι δηλαδή, ένα από τα κατοχυρωμένα Ελληνικά προϊόντα και κανένα άλλο κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν έχει το δικαίωμα να αναγράφει την ένδειξη ρετσίνα στην ετικέτα του προϊόντος του, ακόμη και εάν ακολουθείται η ίδια μέθοδος παραγωγής. Όσον αφορά στην ποσότητα της ρητίνης που προστίθεται, αυτή διαφέρει από οινοποιό σε οινοποιό και στην ουσία είναι εκείνη η οποία διαμορφώνει και τον τελικό χαρακτήρα της ρετσίνας, χαρακτηρίζοντας την σαν «ελαφριά» ή «βαριά».

H νομοθεσία ορίζει, ότι η ποσότητα της ρητίνης, δεν πρέπει να υπερβαίνει το 1 kgr / hl (χιλιόλιτρο).

Πολλοί την φτιάχνουν λοιπόν με μια αναλογία πάνω-κάτω μέχρι 150-300 g, στα 250κιλά, αλλά τελικά εξαρτάται από το πόσο" βαριά ή ελαφριά" την θέλουμε, και, την προσθέτουν στην δεύτερη ή τρίτη μέρα όταν αρχίζει ο έντονος βρασμός του μούστου, μέσα σε "τουλπάνι" κρεμασμένη για τουλάχιστον 10-15 μέρες και κάποιοι ίσως μέχρι το κλείσιμο. Έτσι  ότι είναι να πάρει  ο μούστος θα το πάρει και μετά αφαιρείται το τουλπάνι και η ρετσίνη γιατί δεν έχει και νόημα μέσα στο βαρέλι να υπάρχουν κομμάτια της. 

Ρετσίνα δεν κάνουν όλα τα σταφύλια  αλλά μόνον συγκεκριμένα λευκά πχ κλασικά το σαβατιανό, καλό είναι να μην είναι παραπάνω από 11-11,5 τελικούς βαθμούς και η υπερβολική ποσότητα ρετσινιού αλλοιώνει τα γευστικά χαρακτηριστικά του κρασιού, το "πικρίζει" και το κάνει να δημιουργεί και (τις) περαιτέρω στομαχικές διαταραχές, όπως "καούρες" κλπ

Απολάσπωση μπορείς να κάνεις και μια και δυο φορές, αν κάνεις όμως μόνο την μια, θα γίνει  υποχρεωτικά πριν το οριστικό σφράγισμα του βαρελιού, η προσθήκη θειώδους ανυδρίτη και η οινολογική ανάλυση πρέπει να έχουν ήδη γίνει μόλις πατηθεί ο μούστος και πριν το κλείσιμο, ο οινολόγος θα σου υποδείξει και τυχόν άλλες κινήσεις πχ για την οξύτητα κλπ

Μετά το κλείσιμο και αν δεν κάνεις κάποιο φιλτράρισμα σε δεύτερο χρόνο, συνήθως το κάνουμε Νοέμβριο με κρύο καιρό, το κρασί σε λίγες μέρες θα είναι έτοιμο (40-50 μέρες περίπου) μετά το πάτημα, για κατανάλωση.