Τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης
horizontal rule
 
 
Η Ευρωπαϊκή Ένωση χαρακτηρίζεται από ένα πρωτότυπο θεσμικό σύστημα το οποίο τη διακρίνει από τους κλασικούς διεθνείς οργανισμούς. Τα κράτη που έχουν υπογράψει τις Ευρωπαϊκές Συνθήκες συμφώνησαν να εκχωρήσουν αρμοδιότητες εθνικής κυριαρχίας υπέρ ανεξάρτητων οργάνων, τα οποία εκπροσωπούν τόσο τα εθνικά συμφέροντα όσο και το κοινοτικό συμφέρον, και συνδέονται μεταξύ τους με σχέσεις συμπληρωματικότητας από τις οποίες απορρέει η διαδικασία λήψης αποφάσεων.

Το
Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί το βασικό όργανο λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεντρώνει τους υπουργούς των δεκαπέντε χωρών ανάλογα με το θέμα που είναι γραμμένο στην ημερήσια διάταξη : εξωτερικές υποθέσεις, γεωργία, βιομηχανία, μεταφορές, περιβάλλον, κλπ.

Το Συμβούλιο, που εκπροσωπεί τα κράτη μέλη, θεσπίζει τις νομοθετικές πράξεις: τους κανονισμούς, τις οδηγίες και τις αποφάσεις. Διαθέτει μια οιονεί νομοθετική εξουσία, την οποία μοιράζεται με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Έχει επίσης από κοινού με το Κοινοβούλιο τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες. Το Συμβούλιο επικυρώνει τις διεθνείς συμφωνίες που έχει διαπραγματευτεί προηγουμένως η Επιτροπή.

Σύμφωνα με το άρθρο 202 (πρώην 145) της Συνθήκης ΕΟΚ, το Συμβούλιο διασφαλίζει τον συντονισμό των γενικών οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών.

Το άρθρο 205 (πρώην 148) της Συνθήκης ΕΚ εισάγει μία διάκριση μεταξύ των αποφάσεων που λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία, με ειδική πλειοψηφία (τουλάχιστον 62 ψήφοι επί συνόλου 87) και ομόφωνα.

Όσον αφορά τις αποφάσεις που λαμβάνονται με ειδική πλειοψηφία (τουλάχιστον 62 ψήφοι), οι ψήφοι σταθμίζονται ως εξής : Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία και Ηνωμένο Βασίλειο, 10 ψήφοι για την καθεμία? Ισπανία, 8 ψήφοι? Βέλγιο, Ελλάδα, Κάτω Χώρες και Πορτογαλία, 5 ψήφοι? Αυστρία και Σουηδία, 4 ψήφοι· Δανία, Ιρλανδία και Φινλανδία 3 ψήφοι? Λουξεμβούργο, 2 ψήφοι.

Η Συνθήκη του Άμστερνταμ διευρύνει το πεδίο εφαρμογής της ειδικής πλειοψηφίας σε νέους τομείς με αποτέλεσμα η μέθοδος αυτή να εφαρμόζεται πλέον στις περισσότερες από τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ: μέτρα πρωτοβουλίας για την απασχόληση, για την ισότητα ευκαιριών μεταξύ ανδρών και γυναικών, την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού, τη δημόσια υγεία, μέτρα κατά της απάτης, διαφάνεια, τελωνειακή συνεργασία, στατιστικές, απομακρυσμένες περιφέρειες, καθώς και πρόγραμμα πλαίσιο για την έρευνα για το οποίο απαιτείτο μέχρι τώρα ομοφωνία. Ομοφωνία απαιτείται πλέον μόνο για τους τομείς "θεσμικού χαρακτήρα" (τροποποίηση των Συνθηκών, προσχώρηση νέου κράτους μέλους) ή για τομείς ιδιαίτερα ευαίσθητους, όπως η φορολογία.

Κάθε χώρα της Ένωσης ασκεί, εκ περιτροπής, την προεδρία για χρονική περίοδο έξι μηνών. Οι αποφάσεις του Συμβουλίου προετοιμάζονται από την Επιτροπή των Μόνιμων Αντιπροσώπων των κρατών μελών ("COREPER"), η οποία επικουρείται από επιτροπές αποτελούμενες από

υπαλλήλους των εθνικών υπουργείων. Η Επιτροπή διαθέτει επίσης μία Γενική Γραμματεία, με έδρα τις Βρυξέλλες, η οποία προετοιμάζει και εκτελεί τις αποφάσεις.

Το
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είναι αποτέλεσμα της πρακτικής που ξεκίνησε το 1974, και αφορά τις τακτές συνόδους των αρχηγών κυβερνήσεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η πρακτική αυτή θεσμοθετήθηκε το 1987, με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συνέρχεται πλέον τουλάχιστον δύο φορές τον χρόνο και θεωρεί, ως ισότιμο μέλος, τον πρόεδρο της Επιτροπής. Ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου λαμβάνει τον λόγο σε κάθε Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Στην αρχή επρόκειτο για την πρόσδοση τακτικής μορφής στις συνόδους κορυφής που συγκαλούνταν, από το 1961, κατόπιν πρωτοβουλίας ενός κράτους μέλους.

Η αυξημένη σημασία που προσέλαβαν οι κοινοτικές υποθέσεις στην πολιτική ζωή των κρατών αιτιολογεί την ευκαιρία που δόθηκε στους αρχηγούς των κυβερνήσεων να συναντώνται και να εξετάζουν από κοινού τα σημαντικότερα θέματα που αντιμετωπίζονται σε κοινοτικό επίπεδο. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ καθιέρωσε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ως κέντρο ώθησης των βασικών πολιτικών πρωτοβουλιών της Ένωσης και όργανο διαιτησίας των επίμαχων θεμάτων για τα οποία δεν επετεύχθη συμφωνία στα πλαίσια του Συμβουλίου. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο απόκτησε τάχιστα δημόσια διάσταση λόγω του στο κύρους των μελών του και της σοβαρότητας ορισμένων διακυβευόμενων θεμάτων. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θίγει επίσης τα προβλήματα διεθνούς επικαιρότητας μέσω της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ), μηχανισμού συντονισμένης προσέγγισης και έκφρασης της κοινής διπλωματίας των Δεκαπέντε.

Το
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι το όργανο δημοκρατικής έκφρασης και πολιτικού ελέγχου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που συμμετέχει επίσης στη νομοθετική διαδικασία.

Εκλεγόμενο με καθολική ψηφοφορία από τον Ιούνιο του 1979, αριθμεί σήμερα 626 βουλευτές, που εκλέγονται ανά πενταετία : 99 βουλευτές προέρχονται από τη Γερμανία, 87 από τη Γαλλία, Ιταλία και Ηνωμένο Βασίλειο, 64 από την Ισπανία, 31 από τις Κάτω Χώρες, 25 από το Βέλγιο, την Ελλάδα και την Πορτογαλία, 22 από τη Σουηδία, 21 από την Αυστρία, 16 από τη Δανία και τη Φινλανδία, 15 από την Ιρλανδία και 6 από το Λουξεμβούργο. Ενόψει της επικείμενης διεύρυνσης, ο μέγιστος αριθμός των εδρών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ορίστηκε από τη Συνθήκη του ?μστερνταμ σε 700.

Το Κοινοβούλιο πραγματοποιεί κανονικά τις συνόδους ολομέλειάς του στο Στρασβούργο. Οι 20 επιτροπές του, που προετοιμάζουν τις εργασίες των συνόδων ολομέλειας, καθώς και οι πολιτικές ομάδες συνεδριάζουν συνήθως στις Βρυξέλλες. Η Γενική Γραμματεία του Κοινοβουλίου έχει έδρα το Λουξεμβούργο.

Το Κοινοβούλιο ασκεί από κοινού με το Συμβούλιο νομοθετικά καθήκοντα: συμμετέχει στην επεξεργασία των κοινοτικών οδηγιών και κανονισμών, και αποφαίνεται σχετικά με τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία καλείται να τις τροποποιήσει προκειμένου να ληφθεί υπόψη η θέση του Κοινοβουλίου:
bullet

Η Ενιαία Πράξη, για την αναθεώρηση των Ευρωπαϊκών Συνθηκών, προέβλεψε μια διαδικασία με δύο αναγνώσεις στο Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο των Υπουργών. Η διαδικασία αυτή, η λεγόμενη της συνεργασίας, ενδυναμώνει τις νομοθετικές εξουσίες του Κοινοβουλίου για ορισμένα θέματα όπως η ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς. Η διαδικασία
bullet

συνεργασίας μερικώς καταργήθηκε (όπως για ορισμένες περιπτώσεις του κεφαλαίου που είναι αφιερωμένο στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση) με στόχο την απλούστευση των νομοθετικών διαδικασιών και την επέκταση της διαδικασίας συναπόφασης.
bullet

Η Συνθήκη του Μάαστριχτ ενίσχυσε το νομοθετικό ρόλο του Κοινοβουλίου παρέχοντάς του εξουσία συναπόφασης με το Συμβούλιο σε συγκεκριμένους τομείς : ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, ελεύθερη εγκατάσταση, ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, εσωτερική αγορά, εκπαίδευση, έρευνα, περιβάλλον, διευρωπαϊκά δίκτυα, υγεία, πολιτιστικά θέματα, καταναλωτές. Κατ? εφαρμογή αυτής της εξουσίας, το Κοινοβούλιο μπορεί, με απόλυτη πλειοψηφία των μελών του, να απορρίψει την κοινή θέση που έλαβε το Συμβούλιο και να περατώσει τη διαδικασία. Η Συνθήκη προβλέπει ωστόσο διαδικασία συνδιαλλαγής.

Η Συνθήκη του Άμστερνταμ ενίσχυσε τον νομοθετικό ρόλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου επεκτείνοντας τη διαδικασία συναπόφασης με το Συμβούλιο σε νέους τομείς όπως η δημόσια υγεία, η πολιτική των μεταφορών, η ελεύθερη διακίνηση των πολιτών, ορισμένες διατάξεις της κοινωνικής πολιτικής και η πολιτική της απασχόλησης. Εφεξής, η θέσπιση ενός νομοθετήματος που εγκρίνεται με τη διαδικασία της συναπόφασης (άρθρο 249, πρώην 189 Β της Συνθήκης) δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο με τη ρητή συναίνεση του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου ή ελλείψει απόρριψης από μέρους του τελευταίου.

Τέλος, σύμφωνα με την Ενιαία Πράξη, η σύναψη διεθνών συμφωνιών σύνδεσης και συνεργασίας, καθώς και κάθε νέα διεύρυνση της Κοινότητας, προϋποθέτει την κύρωση ("τη σύμφωνη γνώμη") εκ μέρους του Κοινοβουλίου. Η εν λόγω σύμφωνη γνώμη επεκτάθηκε στο Μάαστριχτ για τον ενιαίο εκλογικό νόμο και το δικαίωμα κυκλοφορίας και εγκατάστασης καθώς και για τα διαρθρωτικά ταμεία (βλ. κεφάλαιο 4). Η Συνθήκη του Άμστερνταμ προβλέπει επίσης την εφαρμογή της για την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων από ένα κράτος μέλος.

Το Κοινοβούλιο μοιράζεται επίσης με το Συμβούλιο τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες: εγκρίνοντας τον προϋπολογισμό της Κοινότητας. Έχει επίσης τη δυνατότητα να τον απορρίψει, πράγμα που έχει ήδη γίνει επανειλημμένα. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να ξεκινήσει εκ νέου ολόκληρη η διαδικασία του προϋπολογισμού.

Ο προϋπολογισμός, που καταρτίζεται από την Επιτροπή, εξετάζεται διαδοχικά από το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο, τα δύο όργανα που αποτελούν την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή. Όσον αφορά τις λεγόμενες "υποχρεωτικές" δαπάνες - κατά το μεγαλύτερο μέρος τις γεωργικές - η τελευταία λέξη ανήκει στο Συμβούλιο. Όσον αφορά τις υπόλοιπες - τις "μη υποχρεωτικές" δαπάνες-, το Κοινοβούλιο μπορεί να τις τροποποιήσει σύμφωνα με τους όρους που καθορίζει η Συνθήκη.

Το Κοινοβούλιο έχει χρησιμοποιήσει πλήρως τις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες προκειμένου να επηρεάσει τις κοινοτικές πολιτικές.

Το καθήκον της πολιτικής ώθησης του Κοινοβουλίου είναι σημαντικό. Εκπροσωπώντας 373 εκατ. πολίτες, κατ? εξοχήν ευρωπαϊκό φόρουμ και αποδέκτης των πολιτικών και εθνικών ευαισθησιών των Δεκαπέντε, το Κοινοβούλιο αποτελεί έναν τόπο ανάληψης πρωτοβουλιών. Ζητά τακτικά να αναπτύσσει ή να αλλάζει τον προσανατολισμό των υφιστάμενων πολιτικών ή να θεσπίζει νέες. Επίσης, το σχέδιο συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, που εγκρίθηκε το 1984, υπήρξε ο αποφασιστικός καταλύτης που οδήγησε τις κυβερνήσεις στη σύναψη της Ενιαίας Πράξης. Ομοίως, το Κοινοβούλιο υποστήριξε την παράλληλη σύγκληση των δύο διακυβερνητικών διασκέψεων σχετικά με την Οικονομική και Νομισματική Ένωση καθώς και την Πολιτική Ένωση. Χάρη στην παρουσία δύο παρατηρητών συμμετείχε ενεργά στην κατάρτιση της Συνθήκης του Άμστερνταμ. Διεκδικεί ωστόσο περισσότερη συμμετοχή στις μελλοντικές αναθεωρήσεις των Συνθηκών.

Τέλος, το Κοινοβούλιο είναι το όργανο δημοκρατικού ελέγχου της Κοινότητας : εγκρίνει τον διορισμό του προέδρου της Επιτροπής και διαθέτει την εξουσία να ανατρέπει την Επιτροπή εγκρίνοντας πρόταση δυσπιστίας με την πλειοψηφία των δύο τρίτων. Γνωμοδοτεί για το πρόγραμμά της και της υποβάλλει τις παρατηρήσεις του.

Η Συνθήκη του Άμστερνταμ ορίζει ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα εκπονήσει σχέδιο για την εκλογή με καθολική ψηφοφορία με γνώμονα "κοινές αρχές για όλα τα κράτη μέλη".

Το Κοινοβούλιο ελέγχει την ορθή πορεία των κοινοτικών πολιτικών στηριζόμενο κυρίως στις εκθέσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ελέγχει επίσης την καθημερινή διαχείριση των πολιτικών, υποβάλλοντας κυρίως γραπτές και προφορικές ερωτήσεις προς την Επιτροπή και το Συμβούλιο.

Τέλος, ο εν ενεργεία πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ενημερώνει το Κοινοβούλιο για τα αποτελέσματα που επέτυχε το εν λόγω όργανο.

Ο Jos Gil-Robles Gil-Delgado είναι πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από τον Ιανουάριο του 1997.

Η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι ένα από τα βασικά όργανα του κοινοτικού θεσμικού συστήματος. Μετά τη Συνθήκη για τη συγχώνευση των εκτελεστικών οργάνων που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 1967, η Επιτροπή είναι ο κοινός οργανισμός των τριών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων : της ΕΚΑΧ, της ΕΟΚ και της Ευρατόμ. Αποτελείται, από τις 5 Ιανουαρίου 1995 από 20 μέλη (δύο μέλη για τη Γαλλία, τη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιταλία και την Ισπανία, ένα μέλος για εκάστη των υπολοίπων χωρών) που διορίστηκαν για πενταετή περίοδο κατόπιν κοινής συμφωνίας από τα κράτη μέλη. Η Επιτροπή υπόκειται σε διπλή ψήφο διορισμού από το Κοινοβούλιο. Η Συνθήκη του Άμστερνταμ προβλέπει ότι ο πρόεδρος της Επιτροπής διορίζεται με κοινή συμφωνία των κυβερνήσεων των κρατών μελών και υπόκειται στην έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Στη συνέχεια οι κυβερνήσεις των κρατών μελών, μαζί με τον διορισθέντα πρόεδρο, ορίζουν τα υπόλοιπα μέλη της Επιτροπής. Το σύνολο του σώματος αυτού τίθεται τέλος στην κατόπιν ψηφοφορίας έγκριση του Κοινοβουλίου.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απολαύει ευρείας ανεξαρτησίας κατά την άσκηση των καθηκόντων της. Ενσαρκώνει το κοινοτικό συμφέρον και δεν πρέπει να συγκατανεύει σε καμία παρέμβαση από οποιοδήποτε κράτος μέλος και αν προέρχεται. Θεματοφύλακας των Συνθηκών, μεριμνά για την εφαρμογή των κανονισμών και οδηγιών που εκδίδει το Συμβούλιο και μπορεί να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου προκειμένου να επιβάλει την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Διαθέτοντας το μονοπώλιο της νομοθετικής πρωτοβουλίας, μπορεί να παρέμβει οποιαδήποτε στιγμή για να διευκολύνει την επίτευξη συμφωνίας στα πλαίσια του Συμβουλίου και μεταξύ αυτού και του Κοινοβουλίου. Η Επιτροπή, όργανο διαχείρισης, εκτελεί τις αποφάσεις που λαμβάνει το Συμβούλιο, για παράδειγμα στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής. Διαθέτει ευρείες εξουσίες στα πλαίσια της υλοποίησης των κοινών πολιτικών που της αναθέτει ο προϋπολογισμός, ήτοι έρευνα και τεχνολογία, ενίσχυση στον τομέα της ανάπτυξης, περιφερειακή συνοχή, κ.λπ.

Εξαναγκάζεται σε συλλογική παραίτηση εάν καταψηφισθεί με ειδική πλειοψηφία, εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ενώπιον του οποίου είναι υπεύθυνη (Μέχρι σήμερα δεν έχει ουδέποτε καταψηφισθεί).

Η Επιτροπή επικουρείται από έναν διοικητικό μηχανισμό, η έδρα του οποίου είναι κυρίως κατανεμημένη μεταξύ Βρυξελλών και Λουξεμβούργου. Οι είκοσι πέντε γενικές διευθύνσεις καλύπτουν ισάριθμους ειδικούς τομείς για την εφαρμογή των κοινών πολιτικών και τη γενική διοικητική διαχείριση. Αντίθετα με τις γραμματείες των κλασικών διεθνών οργανισμών, η

Επιτροπή, ως θεματοφύλακας των Συνθηκών ασκεί τα καθήκοντά της υπό συνθήκες πλήρους ανεξαρτησίας. Ο Jacques Santer είναι πρόεδρος της Επιτροπής από τον Ιανουάριο του 1995.

Το
Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που εδρεύει στο Λουξεμβούργο, αποτελείται από δεκαπέντε δικαστές και επικουρείται από εννέα γενικούς εισαγγελείς, που διορίζονται κατόπιν κοινής συμφωνίας από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών για περίοδο έξι ετών ανανεώσιμη. Η ανεξαρτησία τους είναι διασφαλισμένη. Ο ρόλος του Δικαστηρίου είναι να διασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των Συνθηκών.

Για τον σκοπό αυτό, δύναται να διαπιστώνει την παράβαση υποχρέωσης κράτους μέλους δυνάμει των συνθηκών, να ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων των Οργάνων κατόπιν προσφυγής ακυρώσεως. Δύναται επίσης να διαπιστώνει την παράλειψη λήψης απόφασης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το Συμβούλιο ή την Επιτροπή.

Το Δικαστήριο είναι επίσης η μόνη αρμόδια αρχή να αποφαίνεται, κατόπιν αιτήσεως των εθνικών δικαστηρίων, σχετικά με την ερμηνεία των συνθηκών, καθώς και το κύρος και την ερμηνεία των πράξεων των οργάνων. Συνεπώς, όταν ανακύπτει τέτοιο ζήτημα ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, τα δικαστήρια αυτά δύνανται, και σε ορισμένες περιπτώσεις πρέπει, να ζητούν από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του θέματος. Το σύστημα αυτό διασφαλίζει την ενιαία ερμηνεία και ομοιόμορφη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου σε όλη την Κοινότητα.

Η Συνθήκη του Άμστερνταμ επιτρέπει ρητά στο Δικαστήριο να αναλάβει τη δικαιοδοσία να αποφασίσει ποιες κοινοτικές δράσεις σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα. Επεκτείνει επίσης τις αρμοδιότητές του στον τομέα της ελευθερίας και ασφάλειας των προσώπων.

Το
Πρωτοδικείο - που συνεστήθη το 1989 και αποτελείται από δεκαπέντε δικαστές - είναι αρμόδιο να αποφασίζει, με την επιφύλαξη ασκήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου που περιορίζεται στα νομικά θέματα, σχετικά με προσφυγές των φυσικών ή νομικών προσώπων κατά της Κοινότητας, καθώς και με προσφυγές κατά της Επιτροπής, δυνάμει της συνθήκης ΕΚΑΧ, και με τις διαφορές μεταξύ της Κοινότητας και των μονίμων υπαλλήλων της.

Το
Ελεγκτικό Συνέδριο που ιδρύθηκε με τη Συνθήκη της 22ας Ιουλίου 1975, αποτελείται από δεκαπέντε μέλη που ορίζονται για εξαετή περίοδο από τα κράτη μέλη κατόπιν κοινής συμφωνίας αφού ζητηθεί η γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ελέγχει κατά πόσον είναι νομότυπα και κανονικά τα έσοδα και έξοδα της Κοινότητας, καθώς και κατά πόσο είναι ορθή η δημοσιονομική διαχείριση. Η συνολική του δράση συγκεκριμενοποιείται με την κατάρτιση ετήσιας έκθεσης μετά το κλείσιμο κάθε οικονομικού έτους. Η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση που υπεγράφη στο Μάαστριχτ κατατάσσει το Ελεγκτικό Συνέδριο πέμπτο στη σειρά των θεσμικών οργάνων της Κοινότητας.

Η Συνθήκη του Άμστερνταμ του αναγνωρίζει το δικαίωμα να προσφεύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για να υποστηρίζει τα προνόμιά του και διευρύνει την ελεγκτική του αρμοδιότητα στα κοινοτικά ταμεία που τα διαχειρίζονται εξωτερικοί οργανισμοί.

Το Συμβούλιο και η Επιτροπή επικουρούνται από την
Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή για τα θέματα που αφορούν την ΕΚ και την Ευρατόμ. Η επιτροπή αυτή αποτελείται από 222 μέλη που εκπροσωπούν τους ενδιαφερόμενους κλάδους της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, η δε γνώμη της πρέπει να ζητείται υποχρεωτικά πριν από τη λήψη πολλών αποφάσεων (απασχόλησης, κοινωνικού ταμείου, επαγγελματικής κατάρτισης κ.λπ.). Μπορεί επίσης να γνωμοδοτεί με δική της πρωτοβουλία.

Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή συμβάλλει στην ενεργό συνεργασία των επαγγελματικών και συνδικαλιστικών κύκλων για την ανάπτυξη της Κοινότητας.

Η
Επιτροπή των Περιφερειών, που συνεστήθη με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, αποτελείται από 222 αντιπροσώπους των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και περιφερειακής διοίκησης που διορίζονται από το Συμβούλιο για τέσσερα έτη μετά από προτάσεις των κρατών μελών. Το Συμβούλιο ή η Επιτροπή ζητούν τη γνώμη της στις περιπτώσεις που προβλέπονται στη Συνθήκη. Επίσης μπορεί να γνωμοδοτεί ιδία πρωτοβουλία.

Η Συνθήκη του Άμστερνταμ διευρύνει τους τομείς στους οποίους πρέπει να ζητείται γνωμοδότηση από τις δύο αυτές Επιτροπές και παρέχει δυνατότητα αίτησης διαβούλευσης από μέρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.